ἐπινόημα

ἐπινόημα
ἐπινό-ημα, ατος, τό,
A thought, purpose, contrivance, Hp.Art.42, Antipho Soph.101; esp. in Rhet., Ruf.Rh.p.404 H., Aristid.Rh.2p.521S., al.
2. conception, Epicur.Nat.130,137 G.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπινόημα — thought neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επινόημα — το (AM ἐπινόημα) [επινοώ] επινόηση, τέχνασμα, εφεύρημα αρχ. αντίληψη, κατανόηση …   Dictionary of Greek

  • επινόημα — το, ατος ό,τι επινοεί κανείς, εφεύρημα, τέχνασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπινοημάτων — ἐπινόημα thought neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοήμασι — ἐπινόημα thought neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοήμασιν — ἐπινόημα thought neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοήματα — ἐπινόημα thought neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοήματι — ἐπινόημα thought neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοήματος — ἐπινόημα thought neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παλαμήδης — I Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ναυπλίου και της Κλυμένης, αδελφός του Οίακα και του Ναυσιμέδοντα. Ο σχετικός με τον Π. μύθος αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από τα ομηρικά ποιήματα. Στις αρχές του Τρωικού πολέμου συμμετείχε στις πρεσβείες… …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτόνημα — το (Α ἀρχιτεκτόνημα) [αρχιτεκτονώ] 1. το αρχιτεκτονικό έργο, το οικοδόμημα 2. το ευφυές δημιούργημα ή επινόημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”